- ἀναγωγά
- ἀναγωγά̱ , ἀναγωγήleading upfem nom/voc/acc dualἀναγωγά̱ , ἀναγωγήleading upfem nom/voc sg (doric aeolic)ἀναγωγόςbringing upneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνάγωγα — ἀνάγωγος ill bred neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγωγάς — ἀναγωγά̱ς , ἀναγωγή leading up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… … Dictionary of Greek